Παναγιώτα Π. Λάμπρη
http://users.sch.gr/panlampri/

Ο ναός της Αγίας Παρασκευής, χτισμένος πάνω σ’ έναν λοφίσκο στο κέντρο της Ροδαυγής, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το θρησκευτικό συναίσθημα των κατοίκων και συνιστά σημαντικό προσκύνημα της ευρύτερης περιοχής. Η δεσπόζουσα θέση του ελκύει το βλέμμα και τα βήματα περαστικών και επισκεπτών, αφού εξ αποστάσεως μαρτυρεί ότι πρόκειται για μνημείο εξαιρετικού θρησκευτικού και εικαστικού ενδιαφέροντος.
Η ίδρυση του ναού συνδέεται με μια παράδοση, η οποία θυμίζει παραδόσεις που απαντώνται και σε άλλα μέρη της Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία η παλιά θέση του χωριού, όπου υπήρχε και ναός της Αγίας Παρασκευής, ήταν στην περιοχή που αναφέρεται με τις ονομασίες Αγία Παρασκευή, Χάβος και Κακολάγκαδο, όπου σώζονται προχριστιανικά τείχη. Μετά από έντονο γεωλογικό φαινόμενο, το οποίο συνέβη εκεί, άγνωστο πότε, το χωριό σχεδόν εξαφανίστηκε και όσοι κάτοικοι επέζησαν της καταστροφής εγκαταστάθηκαν στην θέση που βρίσκεται η Ροδαυγή. Σ’ αυτή τους την επιλογή συνέβαλε και η εικόνα της Αγίας Παρασκευής, η οποία έδωσε το μήνυμα για το σημείο ανοικοδόμησης του ναού της!1
Ο ναός αυτός, χτισμένος με γκρίζα πέτρα και σκεπασμένος με σχιστολιθικές πλάκες γκρίζου χρώματος, έχει τα περισσότερα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ναοδομία της Ηπείρου την περίοδο ανοικοδόμησης του ναού και στηρίζεται στις αλλαγές που είχαν συντελεστεί στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική κατά τον 18ο αιώνα, η οποία «παρουσιάζει τάσεις περιορισμού της πολυρρυθμίας και οδηγείται στην κυριαρχία της βασιλικής […], τύπο που επιβάλλεται με την μνημειακότητά του: μεγάλες διαστάσεις, αδρό κτίσιμο, στέγες βαριές καλυμμένες με σχιστόπλακα, ανοικτά προστώα («χαγιάτια») […]. Γεγονός είναι ότι η Ήπειρος διαθέτει από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα του ρυθμού αυτού, του οποίου διακρίνονται τρεις βασικοί τύποι: ο ξυλόστεγος, ο τρουλαίος και ο κεραμοσκεπής.»2
Σε ανάγλυφη εντοιχισμένη πλάκα, η οποία βρίσκεται στο υπέρθυρο της εισόδου του κυρίως ναού, υπάρχει ως χρονολογία ίδρυσής του το 1804. Από πάνω ακριβώς υπάρχει μια οριζόντια σχισμή, ίσως για την εναπόθεση του κλειδιού της εισόδου, και πάνω από την σχισμή, σε μια άλλη πλάκα, είναι σκαλισμένο ένα ανθέμιο. Άλλη μια ανάγλυφη πλάκα βρίσκεται πάνω από την είσοδο του νάρθηκα και φέρει την χρονολογία 1863. Η πλάκα αυτή, εκτός από την χρονολογία, έχει σκαλισμένα δύο λιοντάρια, φύλακες του ναού, ένα κυπαρίσσι και δύο ήλιους, σύμβολα και τα δύο με πανάρχαιες ρίζες,3 αλλά και με έντονη παρουσία στην Νεοελληνική παράδοση και τα δημοτικά τραγούδια. Για το καμπαναριό δεν σημειώνεται πουθενά έτος ιδρύσεως, αλλά, όπως αναφέρει ο Κ. Α. Διαμάντης,4 σύμφωνα με μαρτυρία της αιωνόβιας γιαγιάς του, η οποία πήρε μέρος στο μεντάτι (=συλλογική προσφορά βοήθειας για κοινωφελή ή ιδιωτικό σκοπό), πρέπει να χτίστηκε μετά το 1850.
Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο και το εσωτερικό της οροφής καλύπτεται από μικρούς τυφλούς τρουλίσκους. Έχει έξι πέτρινους κίονες δωρικού ρυθμού στην κάθε σειρά της, των οποίων τα τόξα δένονται μεταξύ τους με ξύλινα δοκάρια, και ο νάρθηκας βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από το καθολικό. Οι τοίχοι του ναού, στους οποίους υπάρχουν πολύ μικρά παράθυρα, είναι ατοιχογράφητοι και ασβεστωμένοι. Μόνο στο Ιερό Βήμα υπάρχουν δύο τοιχογραφίες, εκ των οποίων η μία βρίσκεται στην μικρή κόγχη του Ιερού και εικονίζει την «Άκρα ταπείνωση» και η άλλη, στην οποία αναπαριστώνται κάποιοι άγιοι, δυσδιάκριτη, στον κάθετο τοίχο μπροστά από την ίδια κόγχη.
Εξαίρετης τέχνης είναι το τέμπλο. Ο ξυλόγλυπτος διάκοσμός του χωρίζεται σε ζώνες. Στο κάτω μέρος υπάρχουν ορθογώνια θωράκια χωρισμένα μεταξύ τους με κιονίσκους, οι οποίοι έχουν σκαλιστό άνθινο διάκοσμο και αναπτύσσονται μέχρι πιο πάνω από τις κύριες εικόνες του τέμπλου, όπου και καταλήγουν σε γλυπτά αγαλμάτια. Μέσα στα ορθογώνια κάθετα θωράκια υπάρχουν σκαλισμένα άνθη, μια κεφαλή λέοντος και μέσα σε στρογγυλό πλαίσιο ένα βάζο με άνθη. Ακριβώς από πάνω υπάρχει διάζωμα με σκαλιστά φύλλα και αμέσως μετά ζώνη με οριζόντια ορθογώνια θωράκια, μέσα στα οποία είναι σκαλισμένη μια μορφή που κρατά ρομφαία και σταυρό, μορφή λέοντος και σκαλιστά άνθη. Ακολουθούν οι κύριες εικόνες του τέμπλου και αμέσως μετά, πάνω από την Ωραία Πύλη είναι σκαλισμένη η Σταύρωση και άνθη σε διαφορετικά μοτίβα από τα προηγούμενα. Πάνω από αυτόν τον διάκοσμο υπάρχει διάζωμα με σκαλιστή άμπελο και ακριβώς από πάνω μια σειρά από μικρές εικόνες. Πάνω από κάθε μικρή εικόνα υπάρχει ένας μικρός άγγελος και η επίστεψη του τέμπλου καταλήγει σ’ έναν εξαίρετο φυτικό διάκοσμο, όπου κυριαρχούν δύο φολιδωτοί δράκοντες, σύμβολα της νίκης της ζωής κατά του θανάτου και του καλού κατά του κακού, η Σταύρωση έχοντας δεξιά και αριστερά τις μορφές της Παναγίας και του Ιωάννη και ξυλόγλυπτα «ιπτάμενα» περιστέρια.
Ιδιαίτερο χαρακτήρα στην αισθητική του τέμπλου προσθέτει η μορφή του Μεγάλου Αρχιερέα, η οποία εικονίζεται στην συρόμενη θύρα της Ωραίας Πύλης, και οι χρωματισμοί, με τους οποίους την έχει αποτυπώσει ο χρωστήρας του λαϊκού ζωγράφου, δένουν αρμονικά με την ιστόρηση του τέμπλου. Ο Μέγας Αρχιερέας φέρει διακριτικά επισκόπου και το βλέμμα του αγκαλιάζει τον προσκυνητή από όποια πλευρά κι αν τον αντικρίζει. Το κάτω μέρος συμπληρώνεται με ερυθρό ύφασμα -παλιότερα είχε καρό σε αποχρώσεις του πράσινου και του κόκκινου – το οποίο τελειώνει σε χρυσαφί κρόσσια. Προς το τέλος της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα για ανεξήγητο λόγο η εν λόγω θύρα αφαιρέθηκε και αντικαταστάθηκε από άλλη ξυλόγλυπτη κατασκευασμένη σε κάποιο σύγχρονο εργαστήριο. Τον Μάρτιο του 2014, μετά από ενέργειες ανθρώπων που αγωνιούσαν για την τύχη της, αλλά και την μέριμνα του ιερέως της ενορίας Αθανασίου Αθανάσιου, η θύρα, με εμφανείς φθορές, ανασύρθηκε από αποθήκη του ναού και τοποθετήθηκε στην απορφανισμένη για αρκετά χρόνια Ωραία Πύλη. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ανήκουν και οι μικρότερες ξύλινες θύρες του τέμπλου, οι οποίες εικονίζουν τις μορφές των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και αντικατέστησαν τις λιτές υφασμάτινες κουρτίνες σκούρου ερυθρού χρώματος, οι οποίες έφεραν σταυρό και κρόσσια χρυσαφί χρώματος.
Ο ναός περιβάλλεται από τις δύο πλευρές, βορειοδυτικά, όπου υπάρχουν αντίστοιχα οι είσοδοι του κυρίως ναού και του νάρθηκα, με γραφικότατη στοά (χαγιάτι), η οποία προσθέτει ιδιαίτερη χάρη στην όλη αρχιτεκτονική του. Η στοά ακουμπά στον τοίχο του ναού και η στέγη της, σκεπασμένη με σχιστολιθικές πλάκες γκρίζου χρώματος, στηρίζεται πάνω σε ορατά ξύλινα δοκάρια και σε σπονδυλωτούς πέτρινους κίονες. Είναι στρωμένη με πλάκες και προς την πλευρά του τοίχου -κοντά στην είσοδο του κυρίως ναού και από την απέναντι πλευρά – έχει πεζούλια. Για την είσοδο στον υπερυψωμένο νάρθηκα υπάρχουν ωραία ημικυκλικά πέτρινα σκαλοπάτια. Η στοά χρησιμεύει για να συγκεντρώνεται ο κόσμος μετά την λειτουργία, στους γάμους, στα βαφτίσια, στα μνημόσυνα και σε άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις.
Το καμπαναριό, πολύ ψηλότερο από τον ναό και χτισμένο με γκρίζα πέτρα, βρίσκεται δεξιά από την κεντρική είσοδο της στοάς. Είναι τετράπλευρο, με στενότερες τις δύο πλευρές, χωρίζεται καθ’ ύψος σε πέντε ζώνες και δίνει έναν τόνο μεγαλοπρέπειας στον ναό.
Ανατολικά βρίσκεται η κόγχη του ιερού και εκατέρωθεν της βάσης της, εξωτερικά, σώζονται δύο τάφοι ιερέων θαμμένων εκεί σύμφωνα με τα εκκλησιαστικά νόμιμα. Στην πίσω αριστερή γωνία συναντάμε το παλαιό οστεοφυλάκιο, καθώς στην νότια πλευρά του ναού υπήρχε μέχρι πριν από μερικά χρόνια το νεκροταφείο του χωριού. Τόσο η κόγχη, όσο και το οστεοφυλάκιο, είναι σκεπασμένα με πλάκες ίδιες με αυτές της στέγης και της στοάς του ναού.
Από την βόρεια πλευρά υπάρχει αυλή, η οποία επικοινωνεί με την πλατεία με μεγάλη σκάλα, ένθεν και ένθεν της οποίας υπάρχουν πεζούλια, όπου κάθεται κόσμος για να δει τον παραδοσιακό χορό «καγκελάρι».
Τέλος, ο ναός της Αγίας Παρασκευής στην Ροδαυγή, ορίστηκε ως ενοριακός ναός με τον Ν. 3615/16-7-1928, Φ.Ε.Κ. 120/11-7-1928, τ. Α’5 και ως τέτοιος λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Πηγές

1. Παναγιώτα Π. Λάμπρη, Ροδαυγή, ιδιωτική έκδοση, Πάτρα 2006, σ. 276, 404, 451.
2. Ήπειρος, 4000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1997, σ. 319-320.
3. Ι. Θ. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1986, τ. 1ος, σ. 75-77.
4. Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1984, σ. 41.
5. Π. Π. Λάμπρη, ό.π., σ. 402-407.