Όταν κάποιος ήθελε να χτίσει σπίτι παλαιότερα,  πρώτα έπαιρνε τη γνώμη των μεγαλύτερων. Εκείνοι με την εμπειρία που είχαν,  πρότειναν  πως θα γίνει το σπίτι, στρωτό, ή όχι.  Αν  π.χ. είχε κρέμαση το μέρος, έκαναν οπωσδήποτε υπόγειο (κατώι), αλλιώς το σπίτι γίνονταν στρωτό.

Αφού έπαιρναν την απόφαση, χάραζαν το σχέδιο στο έδαφος  και άρχιζαν να σκάβουν. «Έκοψε θεμέλια», έλεγαν ο τάδε, για το σπίτι του. Συνήθιζαν δε πριν αρχίσουν το χτίσιμο να σφάζουν κατσίκι, αρνί, ή κόκορα, διότι πίστευαν ότι στα θεμέλια, πρέπει να χυθεί αίμα  για να στεριώσει το σπίτι. (Έτσι έγινε και στο πολυθρύλητο γεφύρι της Άρτας, με  την γυναίκα του πρωτομάστορα  να θυσιάζεται, όπως αναφέρει και ο μύθος).

Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν ήταν άσπρη ή μαύρη πέτρα, άμμος κοσκινισμένος και κουβαλημένος με τα  ζώα από το ποτάμι και ασβέστης. Τον ασβέστη τον αγόραζαν από τα ασβεστοκάμενα  χωριανών ή άλλων γειτονικών χωριών. Την άσπρη πέτρα  την έπαιρναν από τα νταμάρια, ενώ την μαύρη την  έβγαζαν  στα λαγκάδια με λοστούς, βαριές και  σκαπάνια. Ιδιαίτερη σημασία  έδιναν στα « πρέκια »,  τις πόρτες  και τα παράθυρα,  στα οποία έβαζαν  μονοκόμματα μαυρολίθαρα πελεκημένα και τετραγωνισμένα  προσεχτικά  με βελόνια, ή ξύλα  μακρόστενα από  βελανιδιές και  καστανιές επειδή άντεχαν  στο χρόνο. Ψηλά στη γωνία του σπιτιού, σε εμφανές σημείο, έχτιζαν πέτρα πελεκητή (αγκωνάρι) με την χρονολογία χτισίματος του σπιτιού. Σε πολλά σπίτια  έβαζαν και ξυλόδεμα  δηλ. οριζόντια ξύλα από βελανιδιές  για να δέσει καλά  ο τοίχος και να μην κοιλιάζει.

Στην μεταφορά της πέτρας βοηθούσαν  και οι γυναίκες, που τις φορτώνονταν με τριχιές, όπως και τα ζώα,  με πολύ κόπο. Όλες τις πέτρες  που έχτιζαν, τις σφύριζαν με  «το τσόκι» και το «βελόνι». Όταν τελείωνε το χτίσιμο του σπιτιού  και «τσάκιζαν», οι χτίστες έβαζαν  τις γρεντιές και τα ψαλίδια και τραγουδούσαν. (Το τραγούδι   συνηθίζονταν σε όλες τις ομαδικές   εργασίες και κυρίως στις αγροτικές, όπως  στο θέρισμα, στο αλώνισμα, στο ξεφλούδισμα, κ.α.) Στο χτίσιμο του σπιτιού   βοηθούσαν  συγγενείς, γνωστοί και γειτόνοι, με το γνωστό «μεντάτι», δηλ. αλληλοβοήθεια χωρίς αμοιβή. Στην κορυφή του τοίχου γύρω- γύρω  έβαζαν  μια σειρά από ομοιόμορφες  χοντρές πλάκες που να εξέχουν περίπου 10 πόντους,   την λεγόμενη «γρεπίδα» και πάνω σ΄αυτή ακουμπούσαν τα ματέρια,  τα ψαλίδια  και τις μαχιές για την σκεπή. Στο κέντρο  κάρφωναν  τον «παπά» και οριζόντια πάνω απ΄όλα τον «καβαλάρη».  Πάνω στα ψαλίδια κάρφωναν τα «πέταβρα» (σανίδια) και πάνω σ΄αυτά τοποθετούσαν  μαύρες ή άσπρες πλάκες με τέτοιο τρόπο ώστε να φεύγει  το νερό της βροχής.

Μετά από το σκέπασμα του σπιτιού  έκαναν τα χωρίσματα, τους «τσατμάδες» και τοποθετούσαν τις πόρτες και τα παράθυρα, όλα ξύλινα. Τους τσατμάδες  τους έκαναν με ξύλα, πέτρες και λάσπη.. Έβαζαν πρώτα ξύλα χονδρά κάθετα, έχτιζαν πέτρες μικρές με λάσπη και κατά διαστήματα τοποθετούσαν βέργες  από δέντρα αντοχής, όπως ρίκια, πουρδαλιές κ.α. Όλα τα ξύλα  για την σκεπή τα έκοβαν με χειροκίνητα πριόνια και κόφτρες  στα ρέματα και ήταν συνήθως από πλατάνια. Τα πλατάνια ήταν τα καλύτερα ξύλα, όταν δεν βρέχονταν φυσικά.  Στο τέλος οι μαστόροι έκαναν το σοφάτισμα, το πάτωμα και το ταβάνι. Το σπίτι  ήταν συνήθως ορθογώνιο και η κεντρική πόρτα  ήταν  σκαλιστή από ξύλο. Ανοίγοντας την κεντρική πόρτα έμπαινες  σ΄ένα χωλ ή σαλάκι και μετά σε δωμάτιο που ήταν η γωνιά (τζάκι στρωτό). Όποια οικογένεια  είχε πολλά παιδιά το τζάκι ήταν μεγαλύτερο.  Αυτό το δωμάτιο ήταν το καθιστικό ή χειμωνιάτικο  και η οικογένεια περνούσε τις περισσότερες ώρες.  Αριστερά και δεξιά της γωνιάς  και του μπουχαρή (καπνοδόχου) κατασκεύαζαν τετράγωνες τρύπες (θυρίδες) και τοποθετούσαν διάφορα μικροπράγματα. Μέσα στον μπουχαρή έβαζαν κρεμαστάλα (χονδρή αλυσίδα με κρίκο) για να βράζουν φαγητό στην κατσαρόλα.

Στο δεύτερο δωμάτιο το οποίο ήταν προς ανατολάς δίπατο (οντάς), ή στρωτό χρησιμοποιούνταν ως επίσημο «καλό» δωμάτιο για την φιλοξενία των ξένων, όπου κάθονταν στις κασέλες ή στα κρεβάτια και το χειμώνα το ζέσταιναν συνήθως με μαγκάλια,  όταν δεν υπήρχε τζάκι.

Σε πολλά σπίτια  από το 1950 και μετά, ανάμεσα από το χειμωνιάτικο και το καλό δωμάτιο έκαναν ένα στενό δωματιάκι τη σάλα, ή καμαρούλα όπως ονομάζονταν, όπου εκεί έβαζαν ένα μονό κρεβάτι και το «γιούκο» με τα ρούχα, ή την προίκα για τις κοπέλες.  Σε μερικά σπίτια  έκαναν ένα συμπληρωματικό δωμάτιο βοηθητικό στο οποίο κάθονταν σπάνια  και σ΄αυτό έβαζαν διάφορα αντικείμενα  όπως καρδάρες, βαρέλες, ταψιά, σκαφίδες, νταβάδες, πλαστήρια, βεδούρες και άλλα οικιακά σκεύη. Το δωμάτιο αυτό είχε ξύλινο κρεβάτι  και πεζούλι και επικοινωνούσε με το καθιστικό.

Το κατώϊ,  όποιο σπίτι είχε, προορίζονταν για αποθήκη και για στάβλο για τα «πράματα». Μερικά  πλουσιόσπιτα είχαν και λόντζια (σκέπαστρο) στην  είσοδο στηριζόμενη σε ξύλινες κολώνες.

Η Ροδαυγή έχει  πολλά πέτρινα σπίτια  κυρίως στους συνοικισμούς  και λιγότερα στο κέντρο. Πολλά από αυτά έχουν καταρρεύσει, ή είναι έτοιμα  να καταρρεύσουν, ενώ άλλα τα συντηρούν οι ιδιοκτήτες τους για να μην πέσουν, βάζοντας  τσίγκο στην σκεπή, που δεν ταιριάζει φυσικά με το περιβάλλον . Εάν όλα αυτά τα σπίτια ήταν συγκεντρωμένα,  τότε το χωριό μας θα ήταν ένα δεύτερο Ζαγόρι. Και εάν ακόμη  το χωριό μας είχε χαρακτηριστεί  παραδοσιακός οικισμός  από παλιά , τότε σίγουρα θα είχε   άλλο χρώμα και άλλη ανάπτυξη.

Χρήστος Ζ. Σταύρου