“Λαϊκοί Οργανοπαίχτες”
της Κατερίνας Σχισμένου
Στις 09 Αυγούστου και στη συνέχεια των εκδηλώσεων του «Ροδοφέγγαρου 2017» σειρά είχε η παρουσίαση του ντοκιμαντέρ του Φωτογράφου Κινηματογραφιστή Βασίλη Γκανιάτσα για την παραδοσιακή μας μουσική.
Την παρουσίαση προλόγισε με επιτυχία η εξαίρετη…..
φιλόλογος κ Κατερίνα Σχισμένου, η οποία αναφέρθηκε πρώτα στις δραστηριότητες του Πολιτιστικού μας Συλλόγου και στη συνέχεια στην διαχρονικότητα της μουσικής μας παράδοσης, όπως παρακάτω:
Λαϊκοί Οργανοπαίχτες
Οι τοποτηρητές της λαϊκής ψυχής και ρυθμού που χρόνια κυκλοφορούσαν στα ορεινά της Ηπείρου παίζοντας σε πανηγύρια και γλέντια σε γάμους και σε γιορτές…Άνθρωποι αγνοί με το ρυθμό στο αίμα και την ψυχή τους βγαλμένο μέσα από κρήνες και πηγές από ανάσες ανέμων και θροϊσματα δασών.
Ένα βιολί κι ένα λαούτο και μια φωνή ένας κελαηδισμός από πτυχές άγνωστες και μακρινές από πάθη ενός ολόκληρου λαού, που συνόδευε τη νύφη, τραγουδούσε τη φεγγαροπρόσωπη-μικρή φεγγαροπρόσωπη, του ήλιου θυγατέρα, συ μ’έκανες κι αρνήθηκα και μάνα και πατέρα, για κρυφά ερωτικά πάθη- Ξύπνα περδικομάτα μου ,κι`ήρθα στο μαχαλά σου.xρυσά στολίδια σου φερα ,να πλέξεις στα μαλλιά σου. , μαντατοφόροι ενός άλλου πολιτισμού -για μαύρα μάτια χάνομαι για καστανά πεθαίνω γι’ αυτά τα καταγάλανα σχίζω τη γη και μπαίνω….που έχει σβήσει ή έστω ψυχορραγεί μέσα από κακές απομιμήσεις και κακοφωνίες με μικρές πάντοτε εξαιρέσεις.
Από την εποχή της επαναστάσεως, που εκδιωγμένοι οπλαρχηγοί μετατρέπονταν σε οργανοπαίχτες για να ζήσουν, «ήρθαμε να παίξουμε»έλεγαν. «Δε θέλουμε» απαντούσαν κι έκαναν να τους διώξουν. Τότε εκείνοι έδειχναν τα καριοφίλια τους: «θα παίξουμε». Και έπαιζαν. Όπως έλεγαν τότε, έπαιζαν «στανικώς», δηλαδή με το στανιό. Με την απειλή των όπλων έπαιζαν συνέχεια το «λαγιαρνί» και «γιομάτο» κι έπειτα μάζευαν τα χρήματα, την αμοιβή τους. Ποιος τολμούσε να μιλήσει. Η λαϊκή παροιμία «Το λαγιαρνί και το γιομάτο και τα λεφτά στο πιάτο» είναι η απάντηση των οργανοπαικτών εκείνων, στις εύλογες διαμαρτυρίες των ακροατών, για το ότι δεν ήξεραν τίποτα άλλο να παίξουν. Το ελληνικό κράτος του Όθωνα που μετέτρεψε οπλαρχηγούς σε μουσικούς. Λαϊκές δυνατές ψυχές που τριγυρνούσαν τραγουδώντας την δική τους απελευθέρωση αφού απελευθέρωσαν τον τόπο τους, στάχτες και δάφνες της ιστορίας μας.
Επίσης τα όργανα που έπαιζαν μέχρι τέλη του περασμένου αιώνα αλλά και μέχρι το 1940, ήταν τα έγχορδα, τα μπουράς, μπαγλαμάς, βουζούκι (καμία σχέση με το σημερινό μπουζούκι), λιογκάρι, όλα της ίδιας μουσικής οικογένειας, αλλά με παραλλαγές στις χορδές, στα διαστήματα, οπότε και στον ήχο, το πνευστό νάϊ που έμοιαζε με τη τζαμάρα, αλλά ήταν πολύ γλυκόλαλο, όπως μας αναφέρει ο δάσκαλος της παραδοσιακής Μουσικής Χρήστος Ζώτος, το ντέφι μεγάλο σαν ταψί, που κρατούσε τον χρόνο (νιχό) και το οποίο σήμερα έχει εξαφανιστεί απ τις κομπανίες, με εξαίρεση αυτούς που επιμένουν παραδοσιακά.
Όλοι οι λαϊκοί οργανοπαίχτες ήταν πρακτικοί και αυτοδίδακτοι ή μαθήτευαν κοντά σε άλλους μουσικούς, αρκετοί οργανοπαίχτες έπαιζαν περισσότερα από ένα όργανα. Έπαιζαν άλλα όργανα σε κλειστούς και άλλα σε ανοιχτούς χώρους. Οι περισσότεροι οργανοπαίχτες είχαν τη μουσική ως δεύτερη δουλειά. Ένας λόγος που αρχίζουν να εκλείπουν οι παλιοί οργανοπαίχτες είναι ότι δεν υπάρχουν αντικαταστάτες τους. Τα παιδιά των περισσότερων μουσικών δεν ακολουθούν το επάγγελμα του πατέρα τους με αποτέλεσμα να διακόπτεται η μουσική συνέχεια που συναντούσαμε σε προηγούμενες δεκαετίες. Αλλάζουν οι συνθήκες διαβίωσης, αρχίζει να εκλείπει ο παραδοσιακός γάμος το παραδοσιακό πανηγύρι και γιορτή, οι λαϊκές εκδηλώσεις.
Στη δεκαετία του 1970 ενώ από τη μια μεριά εγκαταλείπουμε τις παραδόσεις για να ακολουθήσουμε τον σύγχρονο τρόπο ζωής, από την άλλη έχουμε μια στροφή προς τη λαογραφία και το φολκλόρ. Σε κάθε επαρχιακή πόλη δημιουργούνται πολιτιστικοί σύλλογοι με παραδοσιακά χορευτικά συγκροτήματα, αρχίζουν να ερευνώνται οι παραδοσιακές στολές του κάθε τόπου καθώς και η παραδοσιακή μουσική. Όλα αυτά στην αρχή ως μια προσπάθεια διάσωσης και αργότερα ως μια προσπάθεια προβολής του κάθε τόπου μέσα από την πολιτιστική του παράδοση όπως κι εμείς….
Κάποιοι διασώζουν τις μεγάλες αυτές λαϊκές ψυχές και τέχνη όπως–με αυτό το ντοκιμαντέρ δια χειρός και ψυχής του Βασίλη Γκανιάτσα. Άλλα χάνονται και ξεχνιούνται…εξαφανίζονται άλλα διασώζονται μ΄αυτόν τον τρόπο και εμείς έχουμε σήμερα τη χαρά να τ΄απολαύσουμε από αυτόν τον μεγάλο καλλιτέχνη του μικρού μας δυστυχώς τόπου. Είναι λίγες οι αυθεντικά μεγάλες προσπάθειες που γίνονται και γι΄αυτό βγαίνουν και ως ειλικρινείς καταθέσεις τέχνης.
Είναι σημαντικά αυτά τα ντοκουμέντα αν και η αξία τους γίνεται δύσκολα κατανοητή ίσως λόγω πνευματικού ελλείμματος ή άγνοιας. Γεμίσματα στις εκδηλώσεις μας και προσωπική προβολή καλοκαιρινής σύναξεως κάτω απ΄τ αστέρια με θέα την πανσέληνο….
Φέξε ψηλά και χαμηλά
γιατί είναι λάσπες και νερά.
Απ την άλλη….
Πολλοί καιροί με δέρνουνε
μα οι κλώνοι μου δε σπούνε
γιατί ‘χω ρίζες δυνατές
στη γη και με κρατούνε…..
Έτσι είναι και το δημοτικό τραγούδι η δημοτική μας μουσική και παράδοση…καιροί βάναυσοι και δύσκολοι, καιροί κρίσης και απόκρισης με κλώνους δυνατούς και βαθιές ρίζες…..
Ιδιαίτερα στη Ροδαυγή στην πλατεία αλλά και σε εξωκκλήσια ακούγονταν σε γιορτές και πανηγύρια ακόμη και δύο κομπανίες. Με τη βοήθεια της κυρίας Θεοδώρας Γιολδάση αναζητήσαμε μερικούς παλιούς οργανοπαίκτες όπως, Διαμάντης Χριστόφορος κλαρίνο, Αναστασίου Βασίλης βιολί, Θοδωρής Κώστας ντέφι, Κίτσιος Παντελής βιολί, Κίτσιος Γιάννης κλαρίνο, Κίτσιος Τάκης κιθάρα, Μάρης Γιώργος βιολί, Μάρης Μιλτιάδης κιθάρα, Κώστας Γιαννούλας ντέφι, Πλαστήρας Νίκος και Γιάννης φλογέρα που έφτιαχναν μόνοι τους στο βουνό, Βασίλης Μάνος ντέφι, Γιώργος Μάνος βιολί, Γραμματικός Κώστας κιθάρα, Μπαρτζώκας Πέτρος ακορντεόν και κιθάρα, Σαφαρίκας Βασίλης ακορντεόν, Κώστας Κωσταγιάννης ντέφι, Γιώργος Σπύρου κλαρίνο….
Σήμερα πολλοί είναι και οι νέοι που ασχολούνται με τη μουσική ή και τη σπουδάζουν, Πλαστήρας Ηλίας κλαρίνο, Γεραγόρης Βασίλης κλαρίνο, Δαμιανός Ρουτσάκος κιθάρα, Γεραγόρης Κώστας ντέφι.