της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

http://users.sch.gr/panlampri/

 

Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες,

ὅ,τι εἶστε, μήν ξεχνᾶτε,

δέν εἶστε ἀπό τά χέρια σας

μονάχα, ὄχι. Χρωστᾶτε

καί σέ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν,

θά ’ρθοῦνε, θά περάσουν.

Κριτές, θά μᾶς δικάσουν

οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί.

 

Κωστής Παλαμᾶς

 

Για τον χορό καγκελάρι της γενέτειράς μου έχω γράψει και άλλοτε, με εκτενέστερη  αναφορά εκείνη, η οποία γίνεται στο βιβλίο μου «Ροδαυγή» (α’ έκδοση, σ. 137-150 & β’ έκδοση, σ. 155-169)· πέραν αυτής, πάντα υπάρχουν αφορμές, συναισθηματικής φύσεως ή άλλες, για να επιστρέφω και να μιλώ για τούτη την πολύ σημαντική παρακαταθήκη, η οποία μας ταξιδεύει στον χρόνο και δεν ξέρουμε από πότε άρχισε να διαμορφώνεται και να λειτουργεί ως ουσιαστική παράμετρος της κοινωνικής, της εθνικής και της πολιτιστικής ζωής του τόπου.

Μια από τις αφορμές, η οποία με κάνει ν’ ασχοληθώ πάλι με το καγκελάρι, είναι εκείνη που αφορά σε κάτι, το οποίο παρέλειψα να πραγματευτώ στο προαναφερθέν βιβλίο μου. Πρόκειται για την καταγωγή του χορού. Ανακάλυψα κάποια πηγή, η οποία την πιστοποιεί; Όχι! Αλλά κάθε φορά που βλέπω αναπαραστάσεις χορού σε εκθέματα μουσείων, σε σχετικά βιβλία, σε… ή μελετώ αρχαία ή νεότερα κείμενα, τα οποία αναφέρονται σε ποικίλα, σχετικά με τον χορό, ζητήματα, δεν μπορώ να μην δω μέσα σε κάποιες εκφάνσεις τους και το καγκελάρι του χωριού μου, το οποίο εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των πανάρχαιων κύκλιων, σε μας κυκλικών, χορών, που αλλιώς λέγονταν και χορείες, οι οποίοι κατά κανόνα ήταν ενταγμένοι στη λατρεία των θεαινών και των θεών.

Στον Όμηρο, για παράδειγμα, όταν διαβάζω στη ραψωδία Σ της Ιλιάδας τη μοναδική περιγραφή της πανοπλίας του Αχιλλέα, μεταξύ άλλων εξαιρετικών απεικονίσεων, γοητεύομαι κι από κείνη, η οποία αναφέρεται στον χορό (Σ 590-606)· τολμώ, μάλιστα, κλείνοντας τα μάτια, να μεταφερθώ στην πλατεία του χωριού μου κάθε που χορεύεται το καγκελάρι. Όχι, καμαρώνοντας μάταια για κάτι, το οποίο επιθυμώ να έχει αρχαία καταγωγή, αλλά επειδή πιστεύω πως από τον τρόπο, που χορεύεται, έχει.

Γράφει ο Όμηρος:

 

Κι ἕναν χορὸν ἱστόρησεν ὁ μέγας ζαβοπόδης,
ὅμοιον μ’ αὐτὸν ποὺ ὁ Δαίδαλος εἶχε φιλοτεχνήσει   

τῆς Ἀριάδνης τῆς λαμπρῆς εἰς τῆς Κνωσοῦ τὰ μέρη.
Ἀγόρια ἐκεῖ, πολύπροικες παρθένες ἐχορεῦαν
κι ἐγύριζαν χεροπιαστοί· καὶ οἱ κόρες ἐφοροῦσαν
λινὰ ἐνδύματα λεπτά, κι εἶχαν τὰ παλικάρια
ἀπὸ τὸ λάδι λαμπεροὺς καλόγνεστους χιτῶνες.
Λαμπρὰ στεφάνια εἶχαν αὐτές, εἶχαν χρυσὰ ἐκεῖνοι
μαχαίρια ποὺ ἀπ’ ἀργυροὺς κρεμιόνταν τελαμῶνες·
καὶ πότ’ ἐτρέχαν κυλητὰ μὲ πόδια μαθημένα,
ὡσὰν σταμνάς, ὁποὺ τροχὸν ἁρμόδιον στὴν παλάμην
τὴν τριγυρνᾶ καθήμενος νὰ δοκιμάση ἂν τρέχη,
καὶ πότε ἀράδα ἔτρεχαν ἀντίκρυ στὴν ἀράδα.
Καὶ τὸν ἀσύγκριτον χορὸν τριγύρω ἐδιασκεδάζαν
πολὺς λαὸς καὶ ἀνάμεσα ὁ ἀοιδὸς ὁ θεῖος
κιθάριζε· καὶ ὡς ἄρχιζεν ἐκεῖνος τὸ τραγούδι
δυὸ χορευτὲς στὴ μέση τους πηδοῦσαν κι ἐγυρίζαν.

(μτφ. Ἰάκωβος Πολυλᾶς)

 

Οπωσδήποτε η ανωτέρω περιγραφή, ίσως, οδηγήσει κάποιους να πουν πως είναι υπερβολική η άποψή μου για τη σχέση που είναι δυνατόν να υπάρχει ανάμεσα στο καγκελάρι και στον αρχαίο χορό. Μπορεί κιόλας ως έναν βαθμό να έχουν δίκιο, διότι κι εγώ δεν υποστηρίζω πως είναι ίδιοι, αλλά πως, δεδομένων των αλλαγών που επιφέρει ο χρόνος, ο δικός μας χορός έχει τις ρίζες του σ’ αυτόν ή σε παρόμοιους μ’ αυτόν αρχαίους χορούς. Στοιχεία, τα οποία τους συνδέουν, είναι η κυκλική τους ανάπτυξη, η συμμετοχή ανύπαντρων νέων, ενδεδυμένων τα γιορτινά τους, οι οποίοι χορεύουν «χεροπιαστοί» και κάποιες στιγμές, για τις ανάγκες του χορού, βρίσκονται αντικριστά ο ένας στον άλλον, ενώ πέριξ τους διασκεδάζει κόσμος. Ειδικά, για τους ανύπαντρους νέους, αλλά και για τις παντρεμένες γυναίκες, γίνεται ξεχωριστή μνεία και στο καγκελάρι: «Σήμερα τα παλικάρια στέκονται σαν τα λιοντάρια. / Σήμερα και τα κορίτσια στέκονται σαν κυπαρίσσια. / Σήμερα κι οι παντρεμένες στέκονται καμαρωμένες.»

Ο Πλούταρχος σημειώνει, επίσης, στον «Θησέα» (21.1-2) του πως εκείνος, αποπλέοντας από την Κρήτη, άραξε στη Δήλο κι αφού θυσίασε στον θεό και αφιέρωσε το άγαλμα της Αφροδίτης, που του είχε δώσει η Αριάδνη, χόρεψε μαζί με ανύπαντρους νέους χορό, τον οποίο λένε πως χορεύουν ακόμα οι κάτοικοι της Δήλου, απομίμηση των διαδρόμων και των διεξόδων του Λαβυρίνθου, σε ρυθμό που διακρίνεται για τις πολλές περιστροφές και τους ελιγμούς. Αυτό το είδος του χορού, όπως αναφέρει ο Δικαίαρχος, ονομάζεται από τους Δήλιους Γέρανος και τον χόρεψε γύρω από τον Κερατώνα, βωμό συναρμολογημένο μόνο με αριστερά κέρατα.

Και ο Παυσανίας (Βοιωτικά 40.3) αναφέρεται στον Χορό της Αριάδνης, παραπέμποντας στον Όμηρο (Σ 590-606), στους στίχους, δηλαδή, που πιο πάνω παρατέθηκαν. Κι ο Πολυδεύκης, στο κεφάλαιο «Περί εἰδῶν ὀρχήσεως» (4.101), γράφει για τον εν λόγω χορό πως για πρώτη φορά τον χόρεψε ο Θησέας, μιμούμενος την έξοδό του από τον Λαβύρινθο.

Άλλος χορός, θρησκευτικής διάστασης – δεν είναι ο μοναδικός – με τον οποίο συγγενεύουν οι κύκλιοι, κοσμικοί θα έλεγα χοροί, είναι ο διθύραμβος. Αυτοσχέδιο χορικό, λατρευτικό άσμα στη λατρεία του Διονύσου, το οποίο τραγουδιόταν, ή μάλλον, ψαλλόταν από μεταμφιεσμένους άνδρες ή γυναίκες με τη συνοδεία αυλού και χορευόταν γύρω από τον βωμό του θεού. Αυτό το μουσικοχορευτικό σύνολο, με το οποίο απευθύνονταν στον θεό οι πιστοί του και μιλούσε για τη ζωή του, στην εξέλιξή του οδήγησε στη γένεση της τραγωδίας, στη γένεση του θεάτρου, δηλαδή.

Το καγκελάρι της Ροδαυγής, και όχι μόνο, αφού, με το ίδιο όνομα ή ως καγκελάρης και διπλοκάγκελο, χορεύεται με παραλλαγές σε πολλά χωριά της περιοχής, θαρρώ πως σχετίζεται και με τον διθύραμβο, διότι τελείται πάντα σε συνάρτηση με θρησκευτικές γιορτές, αλλά και στοιχεία θεατρικής έκφρασης έχει. «Στο καγκελάρι», όπως σημειώνω στη «Ροδαυγή» (α’ έκδοση, σ. 145 & β’ έκδοση, σ. 164), «τραγουδούσαν μόνο οι άντρες – τώρα τραγουδούν και πολλές γυναίκες – που θεωρητικά είναι χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Ο «κορυφαίος», ο οποίος δε μένει ο ίδιος μέχρι το τέλος του χορού, με την πρώτη ομάδα, και η δεύτερη ομάδα, η οποία επαναλαμβάνει πανομοιότυπα τα λόγια και το σκοπό του τραγουδιού που έχει τραγουδήσει η πρώτη ομάδα. Ο «κορυφαίος» του χορού, όπως στην αρχαία τραγωδία, ακίνητος αρχίζει μόνος του αργά και μακρόσυρτα, ενώ οι άλλοι, χορευτές και μη σιωπούν: «Τέτοια νω -, μωρέ, τέτοια νω – τέτοια νώρα ήταν εψές». Όλοι οι άλλοι ακίνητοι ή αργοκινούμενοι επαναλαμβάνουν ακριβώς τα ίδια λόγια. Στη συνέχεια ο προεξάρχων του χορού με το πρώτο τμήμα του τραγουδούν σε ταχύτερο ρυθμό και συγχρόνως όλοι οι χορευτές κινούνται και αρχίζει κανονικά ο χορός.

Το καγκελάρι ως χορός έχει τη δική του τάξη. Στην αρχή χορεύουν οι άντρες, στη συνέχεια οι γυναίκες και στο τέλος τα παιδιά. Οι χορευτές πιάνονται στο χορό θηλυκωτά, περνώντας ο ένας το χέρι του στον αγκώνα του άλλου. […] Στην εξέλιξη του χορού δημιουργούνται καγκελίσματα, δηλαδή οι χορευτές χορεύουν κάνοντας δίπλες και έτσι άλλοι έρχονται αντικριστά ο ένας στον άλλον και άλλοι πλάτη με πλάτη. Έτσι στο  διπλοκάγκελο διπλώνει η γραμμή των χορευτών, στο τριτοκάγκελο τριπλώνει και ούτω καθεξής. Στο σταυροκάγκελο δυο άντρες του μέρους, που δεν έκανε καγκελίσματα, σχηματίζουν καμάρα με τα χέρια τους και από κάτω περνούν όλοι οι χορευτές, οι οποίοι είχαν σχηματίσει δίπλες με τα καγκελίσματα και προχωρούν στην κανονική τάξη του χορού, ενώ οι υπόλοιποι μένουν ακίνητοι μέχρι να ξαναγίνει ο χορός όπως ήταν, οπότε και συνεχίζουν να χορεύουν.»

Δεδομένων των ανωτέρω, αλλά λαμβάνοντας, επίσης, υπόψη ότι οι χοροί της αρχαιότητας δεν έχουν μελετηθεί στον βαθμό που έχει συμβεί αυτό γι’ άλλες εκφάνσεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, είναι, σχεδόν, βέβαιο πως, αν η έρευνα σκύψει με περισσότερο ενδιαφέρον στη μελέτη τους, θα προκύψουν καινούργια στοιχεία για τη διατήρηση, την εξέλιξη και την προσαρμογή πολλών χορευτικών μοτίβων της αρχαιότητας στον χρόνο. Πόσο, μάλλον, που οι χοροί δεν αποτελούσαν μόνο μέσο ψυχαγωγίας, αλλά σημαντική παράμετρο αγωγής των πολιτών (Πλάτ., Νόμοι 7.796b-d, Αριστοτ. Πολιτικά 8.3.2-3, Ισοκρ., Προς Δημόνικον 4e, κ.λπ.), και επιβίωσαν, παρά τις όποιες απαγορεύσεις και τιμωρίες, στο Βυζάντιο, αφού ο λαός δεν αποχωρίζεται εύκολα από ό,τι τον συνδέει με τις ρίζες του, ειδικά, όταν πρόκειται για θρησκευτικά και τελετουργικά έθιμα.

Ο Νίκος Μπαζιάνας σε ανακοίνωσή του με τίτλο «Τα αρχαία ποιητικά μέτρα και οι ρυθμοί της δημοτικής μουσικής», την οποία έκανε σε Διεθνές Συνέδριο με θέμα «Χορός και Αρχαία Ελλάδα» (Αθήνα 1991), αναφέρει σχετικά: «Η λαϊκή μουσική, με διάμεσο το Βυζάντιο, κληρονόμησε ένα μεγάλο μέρος από τον θησαυρό της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Λίγα χρόνια πριν «το κοράσιν ετραγωδεί» και οι Πόντιοι ψάλλουν ως σήμερα όχι τραγούδια, αλλά «τραγωδίες». Το σημερινό δημοτικό τραγούδι δεν είναι μόνον άκουσμα, μελωδία και ρυθμός. Στην κοινωνική λειτουργικότητά του ολοκληρώνεται και με τα υπόλοιπα στοιχεία της αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας. Κι είναι γνωστό ότι το αρχαίο δράμα δεν ήταν μόνο κείμενο ποιητικό. Ήταν κυρίως θέαμα, κίνηση, όρχηση, όψη, σκευή, υπόκριση, μίμηση, μουσική ενόργανη και φωνητική. Ένα παλιό πανηγύρι, ένας παραδοσιακός γάμος, κάποια λαϊκά δρώμενα που στηρίζονται στη μουσική και στο χορό, κάποια λατρευτικά έθιμα και τελετουργίες, που πριν από λίγα χρόνια ήταν ζωντανά, διασώζουν όλα τα στοιχεία του αρχαίου δράματος. Είναι βέβαιο πια και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι στην μουσική και στον χορό υπάρχει αδιάσπαστη συνέχεια από την πρώιμη αρχαιότητα ως τις μέρες μας. “Είναι ευτύχημα”, γράφει ο Σ. Καράς, “ότι σήμερα μετά τόσους αιώνες, στο τραγούδι και την όρχηση – τον χορό – του λαού μας, ζει ολόκληρο το σύστημα της ελληνικής ρυθμοποιίας. Και ίαμβοι και τροχαίοι και δάκτυλοι και ανάπαιστοι και σπονδείοι και παίωνες και ιωνικοί και χορίαμβοι και αντίσπαστοι και επίτριτοι και δόχμιοι και επιτέταρτοι και επιβατοί και άλλοι, εις τρόπον ώστε να μπορούμε όχι μόνο να χαρούμε τον πλούτο και την ποικιλία την ρυθμική και χορευτική των ελληνικών μελωδιών, αλλά και να διαπιστώσουμε την ενότητα, που υπάρχει μεταξύ της αρχαίας και νέας ελληνικής μελοποιίας, ρυθμοποιίας και ορχήσεως.”» (Χορός και Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Τρόπος Ζωής, Αθήνα, σ. 264).

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αντιλαμβάνομαι την πορεία του παραδοσιακού χορευτικού δρώμενου της Ροδαυγής, που ακούει στο όνομα καγκελάρι. Πόσο, μάλλον, που αυτό έχει δισυπόστατη έκφραση θα έλεγα, με την έννοια ότι γιορτάζεται δυο φορές τον χρόνο. Μία την Τρίτη της Λαμπρής, η οποία το κατατάσσει στις εαρινές – λαμπριάτικες μουσικοχορευτικές λαϊκές εκδηλώσεις, και μία στο μεγάλο πανηγύρι του χωριού, κατά το οποίο εορτάζει ο κεντρικός ναός του, που είναι αφιερωμένος στην Αγία Παρασκευή, με το καγκελάρι να χορεύεται την επόμενη μέρα, εορτή του Αγίου Παντελεήμονος.

Παρατηρώντας, μάλιστα, την τέλεσή του σ’ αυτές τις δύο χρονικές στιγμές, σημειώνω πως ο χορός της Τρίτης της Λαμπρής, ο οποίος τελούνταν το απόγευμα, μετά το πέρας του ημερήσιου πανηγυριού στο ξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου, που εδώ και αρκετά χρόνια δεν γίνεται, ουσιαστικά αποτελούσε σημείο έναρξης για τα πανηγύρια εν γένει, τα οποία τελούνται, με εξαίρεση εκείνο του Αγίου Βησσαρίωνος στον συνοικισμό Άμμος, την άνοιξη και το καλοκαίρι. Πέραν αυτού, μετά τη νηστεία, η οποία προηγείται της Λαμπρής, ο κόσμος, με αφορμή το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως, έβρισκε την ευκαιρία να χαρεί για τη νίκη της ζωής επί του θανάτου, για την αναγέννηση της φύσης που του εξασφάλιζε την επιβίωση, για την ίδια τη ζωή.

Όταν το καγκελάρι χορευόταν το καλοκαίρι, συμμετείχαν πάντα σ’ αυτό, είτε ως χορευτές είτε ως θεατές, περισσότεροι άνθρωποι, ντόπιοι, ξενιτεμένοι που είχαν επιστρέψει για λίγο στη γενέτειρα, κάτοικοι γειτονικών χωριών. Σε αντίθεση με την καλοκαιρινή πολυκοσμία, την Τρίτη της Λαμπρής, δεδομένης κάθε φορά της δημογραφικής κατάστασης του χωριού, υπήρχε πάντα λιγότερος κόσμος, κυρίως χωριανοί, οι οποίοι μόνο σε περίπτωση κακών καιρικών συνθηκών δεν χόρευαν. Αυτή τη μέρα το καγκελάρι έμοιαζε πιο οικογενειακό και αφορούσε σ’ όσους εκείνη τη μέρα βρίσκονταν στο χωριό, οι οποίοι δήλωναν και μ’ αυτό τον τρόπο την ενότητα της κοινότητας και τη συνέχειά της στον χρόνο, κάτι που μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει σε σωζόμενο φωτογραφικό υλικό και σε ικανό βάθος χρόνου.

Μέχρι και τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το καγκελάρι συνεχίζει να χορεύεται τις ίδιες μέρες, αν και εδώ και μερικά χρόνια κάποιοι θεωρούν πως το ανοιξιάτικο καγκελάρι δεν πρέπει πλέον να χορεύεται την Τρίτη της Λαμπρής, αλλά τη Δευτέρα της Λαμπρής ή ακόμα και την ημέρα του Πάσχα, υποστηρίζοντας πως δεν υπάρχει πολύς κόσμος στο χωριό αυτή τη μέρα και οι τουρίστες, οι οποίοι αφικνούνται τα τελευταία χρόνια στη Ροδαυγή, δεν έχουν την ευκαιρία να το απολαύσουν. Φυσικά, υπάρχουν και αντίθετες απόψεις, οι οποίες στηρίζουν τα επιχειρήματά τους στη δύναμη και την αξία της παράδοσης και, πέραν αυτών, έχουν κι ένα επιπλέον επιχείρημα που λέει πως και σ’ άλλα χωριά, όπου χορεύεται ο εν λόγω χορός, με τις όποιες παραλλαγές, δεν γίνεται λόγος για αλλαγή της μέρας τέλεσής του.

Αυτές είναι λίγο πολύ οι επικρατούσες απόψεις. Ασχέτως συμφωνίας ή διαφωνίας με κάποια εξ αυτών, η ουσία του ζητήματος, θαρρώ, πως βρίσκεται σ’ αυτό που είναι η παράδοση και στη σημασία που έχει αυτή καθαυτή η όποια από τις παραδόσεις του χωριού, που κάποιες εξ αυτών εγκαταλείφθηκαν ελαφρά τη καρδία εδώ και μερικά χρόνια, ενώ δεν είχε προκύψει κάποιος ουσιαστικός λόγος γι’ αυτό, πλην της επιλογής ενός ή περισσοτέρων ατόμων, κατά περίπτωση.

Αλλά τι είναι παράδοση; Η λέξη παράγεται από το ρήμα παραδίδωμι, που σημαίνει δίνω στα χέρια κάποιου, εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον. Είναι ουσιαστικά η αέναη διαδικασία, με την οποία μεταφέρονται από γενιά σε γενιά πολιτιστικά αγαθά του παρελθόντος, με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται. Όλα αυτά διαμορφώνουν τον χαρακτήρα ενός τόπου και των ανθρώπων του, καθορίζουν την ταυτότητά του. Με μία επισήμανση. Η παράδοση δεν σηματοδοτεί με την παρουσία της κάποιου είδους οπισθοδρόμηση, αλλά συνάπτεται με την έννοια της συνέχειας εκείνων των στοιχείων, τα οποία μπορούν να επιζήσουν και στα οποία προστίθενται καινούργια. Πόσο, μάλλον, αν αυτά συνιστούν ζώσα παράδοση, όπως το καγκελάρι, και δεν είναι αναβίωση, χωρίς να σημαίνει πως αυτή δεν πρέπει να συμβαίνει.

Συμπερασματικά, τα πολιτιστικά αγαθά, τα οποία συνιστούν ζώσα παράδοση δεν έχουν ανάγκη από αλλαγές ημέρας για την τέλεσή τους, αλλά από σεβασμό στον τρόπο που τελούνται και από προσπάθεια να μην εκπέσουν σε κάτι φολκλορικό. Διότι, όλο και πιο συχνά παρατηρείται, μια αλλοίωση σε ορισμένα εξ αυτών. Ακόμα, και το καγκελάρι, όχι σπάνια, τραγουδιέται με κάπως διαφορετικό, γοργό και ασθμαίνοντα, ρυθμό, ο οποίος δεν θυμίζει τον παραδομένο αργό και μακρόσυρτο τρόπο.

Για ένα, λοιπόν, πολιτιστικό αγαθό σαν το καγκελάρι, του οποίου οι ρίζες είναι βυθισμένες στον χρόνο, εκείνο που απαιτείται είναι η πιστή τέλεσή του, η οποία, αν επιδιωχθεί να αναγνωριστεί αυτό ως μνημείο παγκόσμιας ή, έστω, ευρωπαϊκής κληρονομιάς, συνιστά βασική προϋπόθεση. Ειδικά, φέτος, Ευρωπαϊκό Έτος Πολιτιστικής Κληρονομιάς, αντί να ομφαλοσκοπούμε, συζητώντας για ανούσιες αλλαγές, ας σπεύσουμε να εντάξουμε το καγκελάρι μας, αλλά και άλλα μνημεία μας, για παράδειγμα τον ναό της Αγίας Παρασκευής, στα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς της γηραιάς ηπείρου. Πολύ περισσότερο, που με στόχο την τόνωση του αισθήματος της ευρωπαϊκής ταυτότητας, θα δοθεί έμφαση στην αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς για την κοινωνία, στη συμβολή της στην οικονομία, στο ρόλο της στην ευρωπαϊκή πολιτιστική διπλωματία και στη σπουδαιότητα της διαφύλαξής της για τις μελλοντικές γενιές.

Ως εκ τούτου, όπως έχω γράψει και άλλοτε, κανείς υποψιασμένος ταξιδευτής δεν πηγαίνει σ’ έναν τόπο, μόνο για να κοιμηθεί σε άνετα ξενοδοχεία. Πηγαίνει και γι’ αυτό, αλλά, κυρίως, το κάνει, για να γνωρίσει την ψυχή του κάθε τόπου, η οποία εκφράζεται μέσα από τους ανθρώπους του και τα πολιτιστικά αγαθά, που αυτοί δημιούργησαν και δημιουργούν. Αν, μάλιστα, επιθυμούμε να φθάνουν στον τόπο μας τέτοιοι άνθρωποι κι όχι ευκαιριακές πολυκοσμίες, μόνο με τέτοιες και άλλες ποιοτικές παρεμβάσεις θα προκύψει η διαφορά.

Αν πάλι, τα λόγια του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, τα οποία λένε «σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον», για κάποιους δεν έχουν καμία αξία, θέλω να διατηρώ την ελπίδα, αν και φοβάμαι ότι κάτι άλλο θα συμβεί, πως δεν θα ’ρθει η ώρα που θα βρίσκομαι στο χωριό μου και θα το νοσταλγώ.