Η καστανιά
Η καστανιά ευδοκιμούσε απ’ τους αρχαίους χρόνους, όχι μόνο στη Ροδαυγή και τα περίχωρα αυτής, αλλά και σε πολλά από τα χωριά των Τζουμέρκων σε χαμηλότερο υψόμετρο. Οι άνθρωποι εκτιμούσαν τόσο τις θρεπτικές αξίες του καρπού όσο και την ξυλεία της που την χρησιμοποιούσαν για κουφώματα παραθύρου, πόρτες, ταβάνια και πολλά άλλα έπιπλα, καθώς και το φύλλωμα αυτής ή τους σαπισμένους κορμούς απ’ την πολυκαιρία που γινόταν το υπέροχο, πολυβιταμινούχο καστανόχωμα προς όφελος των άλλων φυτών, κυρίως τα καλλωπιστικά στις γλάστρες. Επίσης, στους καστανότοπους ευδοκιμούσαν πολλές ποικιλίες μανιταριών και κυρίως τα σημερινά εμπορεύσιμα λεγόμενα πλευρώτους, όπου οι άνθρωποι ήξεραν να συλλέγουν είτε να τα ψήνουν στα κάρβουνα είτε να τα αποξηραίνουν στον ήλιο και να τα χρησιμοποιούν το χειμώνα για μανιταρόσουπες. Λέγεται πως η καστανιά στα χωριά των Τζουμέρκων κάποια εποχή – δεν γνωρίζουμε πότε – είχε εξαλειφθεί είτε από κακές καιρικές συνθήκες είτε από ασθένεια. Αντίθετα, στη Ροδαυγή, τόπος ευάερος και ευήλιος, η καστανιά παρέμεινε στην αυθεντική της μορφή μέχρι τα βυζαντινά χρόνια, όπου κάποιος πολυταξιδευτής έφερε στην τότε ονομαζόμενη Νισίστα νέους βλαστούς – πιθανόν από τη Γαλλία – και εμβολιάστηκαν οι άγριες καστανιές σε ήμερες, μία ποικιλία που ονομάζεται μέχρι και σήμερα μαρόνι. Κάστανο μεγάλο, καθαρό και εύγευστο. Μεταγενέστερα, στη δεκαετία του πενήντα κάποιος άλλος έφερε μια ποικιλία από την Κρήτη. Το κρητικό κάστανο, επίσης καθαρό και νόστιμο, ελαφρώς μικρότερο σε μέγεθος, και σε σχήμα πιο πλακέ σε σύγκριση με το στρογγυλό μαρόνι.
Μία προφορική παράδοση μας αναφέρει ότι την εποχή που η καστανιά των Τζουμέρκων εξαφανίστηκε, έπεσε και στους ανθρώπους μία ασθένεια, μία χλαπάτσα, η οποία προερχόταν απ’ τα ξεταβάνωτα σπίτια. Μία υγρή βλέννη πράσινου – μπλε χρώματος εισχωρούσε στα ξύλα της σκεπής, στις γρεντιές, και καθώς υγρή έσταζε τις νύχτες στα ανοιχτά στόματα των κοιμώμενων κατοίκων και πρήζονταν τα λαιμά και οι γλώσσες τους με αποτέλεσμα να ξεκληριστούν ολόκληρες οικογένειες. Ένα παλικάρι τότε, ονομαζόμενος Σφήκας, για να γλιτώσει απ’ την χλαπάτσα, όπως του είπαν, έπρεπε να μετακομίσει σε τόπο στον οποίο ευδοκιμούσε η καστανιά. Ως νέος, δραστήριος και απρόσβλητος από την ασθένεια ήρθε και μετακόμισε στη Ροδαυγή, στη θέση “μπούφες” όπου βρίσκεται σήμερα η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Κι όπως μας λέει και το Ευαγγέλιο, “αυξάνεστε και πληθύνεστε και κατακυριεύσατε τη γη”, ο νεαρός Σφήκας κυρίευσε μία μεγάλη έκταση, κατηφορική, κυρίως καστανότοπος, απ’ τη θέση της εκκλησίας έως τη θέση Άμμος κι έχτισε εκεί και πλήθυνε μία “σφηκοφωλιά”. Αργότερα με το πέρασμα του χρόνου, το όνομα Σφήκας μειώθηκε είτε γιατί δεν γεννήθηκαν αρκετά αγόρια είτε γιατί πολλά έγγραφα στα χρόνια της τουρκοκρατίας καταστράφηκαν και τότε άλλαξαν και τα ονόματα. Η κύρια έκταση της “σφηκοφωλιάς” περιήλθε ως κληρονομιά εις τον προπάππο μου, Βαγγέλη Βαγγέλη. Σφήκας το πραγματικό του επίθετο αλλά σε μία απογραφή όταν ερωτήθηκε πώς λεγόταν, απάντησε: “Βαγγέλης του Μήτσου Βαγγέλη”. Ανέφερε κατά σειρά το όνομα του πατέρα του (Μήτσος) και το όνομα του παππού του (Βαγγέλης), οπότε το όνομα του παππού του πέρασε ως επίθετο. Βαγγέλης Βαγγέλη του Δημητρίου. Πρόσωπο υπαρκτό, μας το αποδεικνύει η συνέχεια του ονόματος, όπως και ένα χρυσόβουλο που σώζεται μέχρι και σήμερα γραμμένο και υπογεγραμμένο σε δύο γλώσσες, στην ελληνική και την τούρκικη.
Επίσης, μία άλλη προφορική ιστορία, όπως την ανέφερε ο ίδιος ο Βαγγέλης Βαγγέλης στα παιδιά του και στα εγγόνια του και κατ’ επέκταση πέρασε σε εμάς τα δισέγγονά του, μας αναφέρει ότι ο πατέρας του ονειρεύτηκε για τρεις συνεχόμενες νύχτες το ίδιο όνειρο. Να πάει, λέει, μόνος του, να μην το πει σε κανέναν, στον καστανότοπο, σε ένα συγκεκριμένο σημείο, να σκάψει και να σηκώσει μια τεράστια πέτρα και να ανασύρει από εκεί ένα καζάνι γεμάτο χρυσό. Και για τρεις νύχτες ονειρευόταν κι άλλες τρεις έσκαβε, και όταν είδε ότι δεν μπορούσε να σηκώσει την πέτρα μόνος του, την τέταρτη νύχτα φώναξε και τον δάσκαλο. Με τα πολλά, όταν κατάφεραν οι δύο άντρες να σηκώσουν την πέτρα, ακούστηκε ένας μεγάλος γδούπος, μία βουή και το καζάνι χάθηκε σε μία άπατη μαύρη τρύπα και υποθέσανε πως από κάτω ίσως να υπήρχε ένας υπόγειος ποταμός.
Εγώ σήμερα, μία μακρινή απόγονος της “σφηκοφωλιάς”, φέροντας το επίθετο Βαγγέλη και κληρονόμος ενός γκρεμού ενάμιση στρέμμα με δέκα καστανιές, έχω να πω ότι το χρυσάφι αυτής της γης είναι η ίδια η καστανιά και το ότι έγραψα αυτή και πολλές άλλες ανέκδοτες ιστορίες, το οφείλω στη γενιά μου.
Χρυσούλα Βαγγέλη