Παιδικές ιστορίες από την Ροδαυγή με τους Καλικατζάρους
Mια φορά κι έναν καιρό, κάτω βαθιά στα έγκατα της γης ζούσαν κάτι μικρόσωμα ανθρωπάκια, οι καλικάντζαροι. Ήταν μαύρα, με αδύνατα χεράκια, αδύνατα ποδαράκια, τσιτωμένα αυτιά και μακριά ουρά. Ήταν τόσο παιχνιδιάρικα, τόσο ζαβολιάρικα που στο μυαλό τους είχαν πάντοτε πώς θα κάνουνε ζημιές.
Εκεί βαθιά, κάτω στα έγκατα της γης, υπήρχε κι ένα τεράστιο δέντρο, ο στύλος της Γης, που με τον τεράστιο κορμό και τα τέραστια κλαδιά του στήριζαν τη Γη για να μην πέσει και καταστραφούν οι άνθρωποι, πέσουν τα σπίτια τους, τα νοικοκυριά τους… Ωχ αλίμονο, αλίμονο αν έχανε η Γη την ισορροπία της.
Αυτοί λοιπόν οι καλικάντζαροι, χρόνια και χρόνια, κι όλο το χρόνο πάλευαν με πριόνια, τσεκούρια ή με τα γαμψά νυχάκια τους, τα κοφτερά δοντάκια τους, να γκρεμίσουν το στύλο της Γης και στο τέλος του χρόνου, όταν πλησιάζει η γιορτή των Χριστουγέννων, αχ… τί χαρά που κάνανε …σχεδόν τα είχαν καταφέρει. Τους έμενε λίγο, πολύ λίγο. Να πούμε μια απαλάμη, δυο απαλάμες και το δέντρο θα έπεφτε κι η Γη θα γκρεμιζόταν.
Τότε συνέβαινε κάτι απίστευτο. Μύριζε όλη η Γη από κοραμπιέδες, μελαμακάρονα, τι μπακλαβάδες, τι τσουρέκια…ότι έψηναν οι νοικοκυρές για τα Χριστούγεννα. Οι καημένοι οι καλικάντζαροι, ξεθεωμένοι όλο το χρόνο και νηστικοί, τους χτυπούσαν οι μυρουδιές στα ρουθούνια. Παρατούσαν τότε τα πριόνια τους κι ανέβαιναν στη Γη να φάνε και να πιούνε αντάμα με τους ανθρώπους.
Όμως οι καημένοι οι καλικάντζαροι ήταν γυμνοί. Και στη Γη έκανε κρύο, χιόνια, βροχές, λάσπες… κι ήθελαν ρούχα. Αλίμονο τότε όποια νοικοκυρά άφηνε τη μπουγάδα της τη νύχτα έξω στην απλώστρα. Πήγαιναν οι καλικάντζαροι και της τα κλέβανε. Ειδικά τα παιδικά. Όπως είπαμε οι καλικάντζαροι ήταν μικρόσωμοι και τα παιδικά ρούχα τους ταίριαζαν ίσα ίσα. Αν ήταν τίποτα μεγάλα σώβρακα του παππού το μάλαζαν με τα βρομερά τους χέρια και το μαγάρζαν. Έκαναν ένα μπλιάχ. Τι είναι αυτό; Το έφτυναν και το κατουρούσαν.
Ύστερα έμπαιναν στα σπίτια από τις καμινάδες να φάνε λιχουδιές. Οι νοικοκυρές, για να μην τους μαγαρίσουν όλο το σπίτι, άφηναν κάθε βράδυ δίπλα στο τζάκι ένα πιάτο με γλυκίσματα κι ένα τσουκάλι με νερό. Αν σε κάποιο σπίτι η νοικοκυρά ήταν τσιγγούνα και δεν τους άφηνε το πιατάκι με τις λιχουδιές οι καλικάντζαροι έμπαιναν στην κουζίνα κι έκαναν ζημιές. Ανακάτευαν το αλεύρι με τη ζάχαρη, την κανέλα με το πιπέρι, το ρύζι με τις φακές.
Λένε πως μια φορά πήγαν σε ένα βοσκό που είχε χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια. Όταν τους είδε ο βοσκός τρόμαξε τόσο πολύ που κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Όμως οι καλικάντζαροι τον τραβούσαν από τα πόδια, από τα χέρια, από τα μαλλιά. Του έδιναν και ξυλιές στον πισινό. Τον γαργαλούσαν στην κοιλιά. Ωχ αμάν, αμάν τί έπαθα, φώναζε ο κακομοίρης. Βοήθεια, βοήθεια. Αλλά ποιος να τον ακούσει εκεί ψηλά στο βουνό. Κι άρχισε να τους παρακαλάει. Σας παρακαλώ αφήστε με κι εγώ για αντάλλαγμα θα βάλω την κυρά μου να σας πλέξει κόκκινα σκουφάκια να μην κρυώνουν τα κεφαλάκια σας. Να σας πλέξει και χρυσά γαντάκια να μην κρυώνουν τα χεράκια σας. Και μάλλινα τσουρεπάκια να μην κρυώνουν τα ποδαράκια σας. Του χρόνου που θα ξαναέρθετε θα τα έχω όλα έτοιμα. Κι έτσι τον άφησαν να προσπαθεί ο κακοκοίρης να συμμαζευτεί από την τρομάρα του.
Την ημέρα του Σταυρού λένε, όταν αγιάζουν τα νερά και βγαίνει ο παπάς με την αγιαστούρα του να ευλογήσει τα σπίτια, οι καλικάντζαροι φωνάζουν… Πάμε να φύγουμε, πάμε να φύγουμε, βγήκε ο τουρλόπαπας με το σταυρό στο χέρι. Και χάνονται πάλι κάτω βαθιά στα έγκατα της Γης, κι ωχ…. τί συμφορά τους περιμένει εκεί…Ο στύλος της Γης είναι τόσο μαγικός, έχουν κλείσει όλες οι πληγές του, βλάστησαν πάλι τα κλαδιά του. Κι αρχίζουν πάλι οι καλικάντζαροι απ΄ την αρχή να πριονίζουν. Και γκάπα γκούπα, γκάπα γκούπα, όλο το χρόνο ως τα επόμενα Χριστούγεννα.
Όσο για το βοσκό, αφού πέρασε ο βαρύς χειμώνας, ήρθε η άνοιξη, ήρθε κι ο Μάης με τα λουλούδια, με τα γλυκά τραγούδια, ο βοσκός κούρεψε τα πρόβατά του, πούλησε το μαλλί και πήρε δέκα ολόχρυσες, γυαλιστερές λίρες. Τις ταχτάρισε λένε, χαρούμενος στη φούχτα του, κι απ΄την πολύ χαρά του ξέχασε την υπόσχεση που έδωσε στους καλικάντζαρους. Ούτε κόκκινα σκουφάκια έβαλε την κυρά του να πλέξει, ούτε χρυσά γαντάκια ούτε μάλλινα τσουρεπάκια, τίποτα.
Όταν ήρθαν όμως πάλι τα Χριστούγεννα, κι ανέβηκαν πάλι οι καλικάντζαροι στη Γη, πήγαν κατ΄ευθείαν να παραλάβουν το τάμα που τους έταξε ο βοσκός. Και σαν δεν βρήκαν τίποτα, θύμωσαν τόσο πολύ και πήγαν κατ΄ευθείαν στο μαντρί και κούρεψαν όλα τα προβατάκια μέσα στο καταχείμωνο. Έδωσαν και κάμποσες ξυλιές στο βοσκό, να μάθει άλλη φορά να κρατάει το λόγο του, να μην δίνει ψεύτικες υποσχέσεις.
Κι αν θέλετε τώρα εσείς το πιστεύετε, αν όχι δεν πειράζει. Εγώ πάντως όταν ήμουνα παιδί το πίστευα. Και μην γελάσετε, ακόμα πιστεύω πως υπάρχουν οι καλικάντζαοι. Γι΄αυτό κάθε χρόνο, στις γιορτές των Χριστουγέννων, βάζω δίπλα στο τζάκι ένα πιάτο με λιχουδιές κι ένα τσουκάλι με νερό. Είμαι πάντα προσεκτική, καταλαβαίνετε; Να μην μαγαρίσουν την κουζίνα μου.
Για τους μικρούς μας φίλους
Από τη Χρυσούλα Βαγγέλη Κομζιά